αναπιέζω

αναπιέζω
(Α ἀναπιέζω)
1. πιέζω προς τα πίσω
2. πιέζω προς τα επάνω, πιέζω σπρώχνοντας προς τα επάνω
νεοελλ.
πιέζω εκ νέου ή συνεχώς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… …   Dictionary of Greek

  • συναναπιέζω — Α [ἀναπιέζω] συμπιέζω κάτι μαζί με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”